-
1 συνεπίσταμαι
A to be privy to,τὴν ἐπανάστασιν X.HG5.4.19
;ἀπιστότατον ἔργον σ. μοι πεποιηκότι Gorg.Pal.21
;σ. τινὶ πονηρὰ δράσαντι Luc.Cat.23
, cf. 27; οὐδὲν ἐμαυτῷ ψεῦδος εἰπόντι ς. Id.VH2.31, cf. Cal. 9;ἃ ἐμαυτῷ συνεπίσταμαι LXX Jb.19.27
.2 know perfectly well or fully,πολλάκις ἑώρακα.. τὸν ἥλιον καὶ σελήνην δρῶντας ταῦθ' ἃ ἀεὶ πάντες συνεπιστάμεθα Pl.Lg. 821c
; οὐκ ἄρα συνεπίστανται ὅτι ἐπίστανται; Arist.SE 177a27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεπίσταμαι
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский